- οὑντός
- ἐντός , ἐντόςwithinindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλατανιστούς — οῡντος,και δωρ. και λακων. τ. πλατανιστάς, ὁ, Α δάσος από πλατάνια, πλατανώνας («καὶ χωρίον Πλατανιστάς ἐστιν ἀπὸ τῶν δένδρων», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατάνιστος «πλάτανος» + κατάλ. οῦς, οῦντος (βλ. οεις)] … Dictionary of Greek
Φηγούς — οῡντος, ὁ, Α αττικός δήμος τής Ερεχθηΐδος φυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φηγός + κατάλ. οῦς (βλ. και λ. όεις)] … Dictionary of Greek
πιτυρούς — οῡντος, ὁ, Μ πιτυρούχος άρτος, πιτυρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. οῦς (< όεις*), πρβλ. πλακ ούς] … Dictionary of Greek
πυραμούς — οῡντος, ὁ, Α 1. είδος πίτας από ψημένο σιτάρι και μέλι 2. (με ειδική σημ.) πίτα με σύσταση παρόμοια με την παραπάνω που προσφερόταν σε εκείνον ο οποίος παρέμενε άγρυπνος κατά τη διάρκεια παννυχίδας 3. άθλο νίκης, βραβείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυραμοῦς… … Dictionary of Greek
Πιτυούς — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ.), στην πρώην επαρχία Χίου, του ομώνυμου νομού. * * * οῡντος, ὁ, Α (ως ονομασία πόλεως στην νοτιοανατολική ακτή τού Εύξεινου Πόντου) αυτός που έχει αφθονία πεύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κατάλ. οῦς, οῦντος (<… … Dictionary of Greek
Eratvs — ERĂTVS, untis, Gr. Ἐρατοῦς, οῦντος, (⇒ Tab. XVII.) einer von den vielen Söhnen des Herkules, welche er mit des Thespius Töchtern zeugete. Apollod. lib. II. c. 7. §. ult … Gründliches mythologisches Lexikon
Hypsvs — HYPSVS, untis, Ὑψοῦς, οῦντος, (⇒ Tab. XIX.) einer von Lykaons vielen Söhnen, von welchem, als ihrem Erbauer, die Stadt Hypsus, in Arkadien, ihren Namen bekommen. Pausan. Arcad. c. 3. p. 458 … Gründliches mythologisches Lexikon
Selinvs — SELĬNṼS, untis, Gr. Σελινοῦς, οῦντος, Neptuns Sohn, und Vater der Helice, sonst aber ein Fluß in Achaia. Eustath. ad Hom. Il. Β. v. 575 … Gründliches mythologisches Lexikon
Ραμνούς — ο / Ῥαμνοῡς, οῡντος, ΝΜΑ, και Ραμνούντας Ν δήμος τής Αιαντίδος φυλής, στη βορειοανατολική παραλία τής Αττικής, πάνω στον Ευβοϊκό Κόλπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάμνος + κατάλ. οῦς (< όεις*), πρβλ. Σελην οῦς] … Dictionary of Greek
Σελινούντας — ο / Σελινοῡς, οῡντος, ΝΑ, και Σελινούντα, η, Ν η δυτικότατη τών αρχαίων ελληνικών πόλεων τής νότιας πλευράς τής Σικελίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σέλινο] … Dictionary of Greek